-
1 пуля
-и θ.σφαίρα (όπλου), βολίδα, βόλι•пораженный -ей χτυπημένος με σφαίρα•
пуля смелого не бойтся παρμ. η σφαίρα τον παλικαρά δεν τον φοβάται, μη κάνεις τον παλικαρά στη σφαίρα.
εκφρ.отливать (лить) -и – (απλ.) καυχιέμαι, καυχησιολογώ, αραδιάζω ψέματα.